ολόφυς

ολόφυς
ὀλόφυς ή ὄλοφυς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἶκτος, ἔλεος, θρῆνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”